- δίμοιρος
- δίμοιροςtwo-thirdsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίμοιρον — δίμοιρος two thirds masc/fem acc sg δίμοιρος two thirds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμοίροις — δίμοιρος two thirds masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμοίρου — δίμοιρος two thirds masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμοίρῳ — δίμοιρος two thirds masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμοιρα — δίμοιρος two thirds neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμοιρο — το (Α δίμοιρος, ον Μ δίμοιρον, το) το ουδ. ως ουσ. το δίμοιρο(ν) τα δύο τρίτα ενός συνόλου αρχ. α) το μισό τής δραχμής β) το μισό τής λίτρας αρχ. επίθ. δίμοιρος, ον 1. διαιρεμένος στα δύο 2. φρ. δίμοιρον ή «δίμοιρον ἔπους» ή «δίμοιρον ἐπικόν» το… … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek